αδαμαντουργία

αδαμαντουργία
η [αδαμαντουργός]
η τέχνη τής κατεργασίας διαμαντιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αδαμαντουργός — ο ο τεχνίτης που κατεργάζεται διαμάντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδάμας + εργὸς < έργον. ΠΑΡ. αδαμαντουργία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”